- όλβος
- ο (ΑΜ ὄλβος)1. υλική ευδαιμονία, ευμάρεια, ευπορία, αφθονία υλικών αγαθών, πλούτος («ὑγίεια καὶ εὐεξία βέλτιον παντὸς χρυσίον, καὶ σῶμα εὔρωστον ἤ ὄλβος ἀμέτρητος», ΠΔ)2. συνεκδ. ευδαιμονία, ευτυχία, μακαριότητα, ευημερίααρχ.φρόνηση («ὄλβος κυρίως ἡ φρόνησις»).[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η λ. ὄλβος έχει τις σημ. «ευπορία, αφθονία υλικών αγαθών, ευτυχία, ευδαιμονία» και διακρίνεται από τις λ. ἄφενος και πλοῦτος, που χρησιμοποιούνται για να δηλώσουν μόνο τον υλικό πλούτο, και από τη λ. εὐδαιμονία, που αναφέρεται ειδικά στην εύνοια τών θεών.ΠΑΡ. όλβιοςαρχ.ολβήεις, Ολβία, ολβίζω. ΣΥΝΘ, (Α' συνθετικό) αρχ. ολβοδοτήρ, ολβοδότης, ολβοθρέμμων, ολβοθύλακος, ολβομέλαθρος, ολβονομώ, ολβοφόρος. (Β' συνθετικό) αρχ. άνολβος, δυσάνολβος, ένολβος, έπολβος, πάνολβος, πολύολβος, υπέρολβος]..
Dictionary of Greek. 2013.